μακροημερεύω

μακροημερεύω
(AM μακροημερεύω [μακροήμερος]
ζω πολλά χρόνια
μσν.
1. (μτβ.) δίνω μακροζωία
2. καθυστερώ κάποιον
3. παρατείνομαι, χρονίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μακροημερεύω — αμτβ., ζω για πολλά χρόνια, είμαι μακρόβιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμακροημέρευτος — ἀμακροημέρευτος, ον (Μ) [μακροημερεύω] αυτός που δεν μακροημέρευσε, δεν έζησε ή δεν κράτησε για πολύ καιρό …   Dictionary of Greek

  • μακραίνω — και μακρύνω (Α μακρύνω, Μ μακραίνω) [μάκρος] 1. δίνω σε κάτι έκταση ή διάρκεια, παρατείνω (α. «πολύ τή μάκρυνες την περιγραφή» β. «οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐμάκρυναν τὴν ἀνομίαν αὐτῶν», ΠΔ) 2. θέτω μακριά ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα, απομακρύνω, απωθώ, αποσύρω …   Dictionary of Greek

  • μακροημέρευση — η (AM μακροημέρευσις) [μακροημερεύω] η παράταση τών ημερών τής ζωής, μακροβιότητα, μακροζωία («χαρὰν καὶ μακροημέρευσιν», ΠΔ) νεοελλ. η μεγάλη διάρκεια ενός γεγονότος …   Dictionary of Greek

  • πολυημερεύω — Α [πολυήμερος] μακροημερεύω …   Dictionary of Greek

  • προμακροημερεύω — Μ μακροημερεύω υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • ԵՐԿԱՅՆՕՐԵԱՅ — ( ) NBH 1 0689 Chronological Sequence: Early classical ա. ԵՐԿԱՅՆՕՐԵԱՅ ԼԻՆԵԼ. μακροημερεύω prolongo dies, longaevus sum Կեալ ընդ երկայն աւուրս. շատ օրերով ապրիլ. *Երկայնօրեայք լինիցիք յերկրին, կամ ի վերայ երկրին, զոր ժառանգիցէ. Օրին. ՟Ե. ՟Զ. ՟Ժ՟Ա …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”